- άστριοι
- Ομάδα ορυκτών με πολύπλοκη χημική σύσταση, τα οποία βρίσκονται σχεδόν σε όλα τα πετρώματα και αποτελούν τα κύρια συστατικά των εκρηξιγενών και των μεταμορφωσιγενών πετρωμάτων, ενώ δευτερογενώς (προέρχονται από την αποσάθρωση των προηγουμένων) βρίσκονται επίσης και στα ιζηματογενή πετρώματα.
Από χημική άποψη, είναι πολυπυριτικά άλατα του αργιλίου και του νατρίου, του καλίου ή του ασβεστίου, και διακρίνονται σε 4 κύριες ομάδες: καλιούχοι ά. (KAlSi3O8), από τους οποίους κρυσταλλώνονται άλλοι στο μονοκλινές και άλλοι στοτρικλινές, νατριούχοι ά. (NaAlSi3O8) ή αλβίτης, ασβεστούχοι ά. (CaΑl2Si2O8) ή ανορθίτης, που κρυσταλλώνονται και οι δύο στο τρικλινές σύστημα και βαριούχοι ά. (BaAl2Si2O8) που κρυσταλλώνονται στο μονοκλινές σύστημα.
Ο αλβίτης και o ανορθίτης σε ισόμορφες παραμείξεις και σχεδόν σε όλες τις αναλογίες σχηματίζουν τη σειρά των πλαγιοκλάστων (αλβίτης, ολιγόκλαστο, ανδεσίνης, λαμπραντόριο, βυτοβνίτης, ανορθίτης), ενώ μια ισόμορφη παράμειξη του ορθοκλάστου και αλβίτη δίνει το ανορθόκλαστο.
Το ορθόκλαστο έχει τη μεγαλύτερη βιομηχανική σημασία από όλους τους ά., γιατί μαζί με την καολίνη, που προέρχεται από την εξαλλοίωσή του, χρησιμοποιείται στην κεραμοποιία και στις πορσελάνες. Ά. στην Ελλάδα δεν βρίσκονται συχνά και η αξιοποίησή τους είναι περιορισμένη· απαντώνται στα εκρηξιγενή και τα μεταμορφωμένα πετρώματα.
Άστριοι: aπό αριστερά, λίθος αμαζόνων, ποικιλία του μικροκλινούς· ηλιόλιθος, ποικιλία του ολιγοκλάστου· ορθόκλαστο με χαλαζία (φωτ. Gilardi).
Dictionary of Greek. 2013.